- ἀποβουκολίζω
- ἀποβουκολ-ίζω,A = ἀποβουκολέω 3, Chor. in Rh.Mus. 49.522.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποβουκολίζουσι — ἀποβουκολίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποβουκολίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβουκολίζουσιν — ἀποβουκολίζω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποβουκολίζω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβουκολισθέντες — ἀποβουκολίζω aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβουκολίσας — ἀποβουκολίσᾱς , ἀποβουκολίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβουκολίσασαι — ἀποβουκολίσᾱσαι , ἀποβουκολίζω aor part act fem nom/voc pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)